αλλαντικό

αλλαντικό
το
συνηθέστ. στον πληθ., τα αλλαντικά παρασκευάσματα από κρέας, με συντηρητικές ουσίες, μέσα σε έντερο (λουκάνικα, σαλάμι κτλ.): Τα αλλαντικά εύκολα αλλοιώνονται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλαντικό βακτηρίδιο — Ραβδόμορφο βακτηρίδιο (κλωστίδιο το βοτουλικό), που σχηματίζει σπόρια και ανήκει στην ομάδα των αναερόβιων μικροοργανισμών. Το βακτηρίδιο αυτό εκκρίνει ισχυρότατη ειδική εξωτοξίνη, 50 φορές πιο ισχυρή από την τετανική, που προσβάλλει το νευρικό… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… …   Dictionary of Greek

  • σαλτσισότο — και σαλτσεσότο, το, Ν άκλ. το σαλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salsicciotto «χοντρό αλλαντικό»] …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”