αλλαντικό βακτηρίδιο — Ραβδόμορφο βακτηρίδιο (κλωστίδιο το βοτουλικό), που σχηματίζει σπόρια και ανήκει στην ομάδα των αναερόβιων μικροοργανισμών. Το βακτηρίδιο αυτό εκκρίνει ισχυρότατη ειδική εξωτοξίνη, 50 φορές πιο ισχυρή από την τετανική, που προσβάλλει το νευρικό… … Dictionary of Greek
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek
σαλτσισότο — και σαλτσεσότο, το, Ν άκλ. το σαλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salsicciotto «χοντρό αλλαντικό»] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek